Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μελισσοκουβέλα — η κυψέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κουβέλι «κυψέλη»] … Dictionary of Greek